Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

90 Χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή


90 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
1922 – 2012
ΕΠΕΤΕΙΑΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΙΜΗΣ & ΜΝΗΜΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΑΝΤΙΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗ ΡΕΘΥΜΝΗΣ ΚΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΛΙΟΝΗ
ΧΑΝΙΑ 19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2012


Η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 είναι η μεγαλύτερη εθνική συμφορά στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού. Αποτέλεσε την “ταφόπλακα” στο όνειρο της Μεγάλης Ιδέας, που οραματιζόταν την επανένωση όλων των εδαφών που κατοικούνταν από αρχαιοτάτων χρόνων από Έλληνες. Τη μεγάλη αυτή συμφορά συνθέτουν εκτός των άλλων, η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, η πυρπόληση της Σμύρνης από του Τούρκους, η εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και η εκδίωξη των υπολοίπων από τις πατρογονικές τους εστίες και προ πάντων, το ξερίζωμα του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.
Φέτος συμπληρώνονται 90 χρόνια από τη θλιβερή χρονιά του 1922, τη χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής. Οι πρόσφυγες που ξεριζώθηκαν από την Ιωνική γη, τον Πόντο, την Πισιδία, την Καππαδοκία, την Θράκη και άλλες περιοχές, θα φτάσουν, έχοντας χάσει τα πάντα, στη φτωχή Ελλάδα για να συνεχίσουν τη ζωή τους. Έχουν γραφτεί πολλά για την τραγική αυτή χρονιά. Όσα όμως και να γραφούν δε θα είναι ποτέ αρκετά για να αποτυπώσουν με ακρίβεια τα αποτρόπαια γεγονότα και τις φρικαλεότητες, που αντιμετώπισε ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας.

Η παρουσία του Ελληνικού Στοιχείου στην Ανατολή πριν το 1922
Η παρουσία των Ελλήνων ήταν ιδιαίτερα έντονη στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη, ένα
 από τα σπουδαιότερα εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα της Μεσογείου κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Για τον μικρασιατικό ελληνισμό η Σμύρνη αποτελούσε οικονομικό, πολιτιστικό και εθνικό κέντρο, ιδιαίτερα για τους τουρκόφωνους ελληνορθόδοξους της ενδοχώρας. Συνολικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ζούσαν 2.845.000 Έλληνες που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού, κυριαρχούσαν οικονομικά και μολονότι ζούσαν ως μειονότητα σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, είχαν κατορθώσει να διατηρήσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά ακέραιη.
Οι Έλληνες ελέγχουν πριν το 1922, το 50% του επενδεδυμένου στη βιομηχανία της Αυτοκρατορίας  κεφαλαίου και το 60% των θέσεων εργασίας σε μεταποιητικούς κλάδους. Η κυριαρχία των Ελλήνων είναι αδιαμφισβήτητη. Αξίζει να αναφερθεί ότι το 1914 το 46% από τους τραπεζίτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν Έλληνες, το 52% των γιατρών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 29% των δικηγόρων ήταν επίσης ελληνικής καταγωγής. Και οι Έλληνες μαθητές αντιπροσωπεύουν το διπλάσιο σχεδόν των Μουσουλμάνων μαθητών σε όλη την Αυτοκρατορία. Η ελληνική γλώσσα είχε καταστεί συνώνυμη, της γλώσσας του εμπορίου και της “καλής κοινωνίας”.
Το Ελληνικό στοιχείο, ζούσε και μεγαλουργούσε εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συνθέτοντας μία «απειλή» για τους Νεότουρκους, που ήδη από το 1911 είχαν αποφασίσει τη γενοκτονία των χριστιανών. Προτού δηλαδή το τέλος των Βαλκανικών πολέμων, που για την Ελλάδα σηματοδότησε την εδαφική της επέκταση με την προσάρτηση της Ηπείρου, της Κεντρικής Μακεδονίας, της Κρήτης και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Η πολιτική του τουρκικού εθνικισμού  προέβλεπε την οθωμανοποίηση διά της βίας όλων των κατοίκων. Η Τουρκία, κατά τους Νεότουρκους, είναι πρωτίστως μια μουσουλμανική χώρα και οι ιδέες του μουσουλμανισμού και η επιρροή του έπρεπε να κυριαρχήσουν. Η χώρα δε μπορούσε να εμπιστευτεί τους χριστιανούς, οι οποίοι πάντα δούλευαν για την κατάρρευση του νέου καθεστώτος. Το δικαίωμα της οργάνωσης, αποκέντρωσης και  αυτονομίας δεν θα υπήρχε για τις υπόλοιπες εθνικότητες, οι οποίες θα μπορούν να κρατήσουν τις θρησκείες τους, αλλά όχι τις γλώσσες τους. Η επικράτηση της τουρκικής γλώσσας αποτελούσε ένα από τα βασικά μέσα για τη διατήρηση της μουσουλμανικής κυριαρχίας.
Έτσι από το 1913 – 1914 ξεκίνησαν οι πρώτοι συστηματικοί διωγμοί εναντίον του μικρασιατικού ελληνισμού, μέχρι τον οριστικό ξεριζωμό του 1922. Οι διώξεις των Ελλήνων της Μικράς Ασίας εκδηλώθηκαν σε δύο χρονικές περιόδους. Στην πρώτη έγιναν βίαιες μαζικές εκτοπίσεις των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης, που από το Μάιο του 1914 επεκτάθηκαν και στη δυτική Μικρά Ασία. Πολλοί Έλληνες κατέφυγαν στη μητέρα πατρίδα, ενώ άλλοι, περίπου 150.000 κατευθύνθηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ακολούθησε το δεύτερο στάδιο των διωγμών, την περίοδο 1914 – 1918, κατά την οποία το Τουρκικό κράτος προχώρησε σε οικονομική αφαίμαξη των Ελλήνων με πρόφαση τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες της χώρας λόγω του Α΄ παγκοσμίου πολέμου.
Την ίδια χρονική περίοδο εφαρμόστηκε και το μέτρο της υποχρεωτικής στράτευσης των ανδρών ηλικίας 20 – 45 ετών για την επάνδρωση των “ταγμάτων εργασίας”, που χρησιμοποιούνταν για την εκτέλεση επίπονων δημοσίων έργων. Από τη σκληρή εργασία, την κακή σίτιση και την ελλιπή περίθαλψη υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους σχεδόν 250.000 Έλληνες. Το τουρκικό σχέδιο εξόντωσης των Ελλήνων περιελάμβανε ακόμα και τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών από τα μικρασιατικά παράλια προς την ενδοχώρα, που κόστισε το θάνατο σε 750.000 Έλληνες.



Το χρονικό της Μικρασιατικής Καταστροφής

Η λήξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου βρίσκει την Ελλάδα σε δεινή οικονομική κατάσταση. Μια επικίνδυνη πόλωση των πολιτικών δυνάμεων δεν προμήνυε αισιοδοξία. Σε αυτές τις συνθήκες η χώρα μας εμπλέκεται σε μια περιπέτεια η οποία θα την οδηγήσει στον όλεθρο. Στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι ο Βενιζέλος παρουσιάζει ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο πρόγραμμα εδαφικών διεκδικήσεων, στη Βόρειο Ήπειρο, τη Δυτική και Ανατολική Θράκη και  τα Μικρασιατικά Παράλια, πιέζοντας τους συνέδρους να προστατέψουν τους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι εν λόγω διεκδικήσεις προσέβλεπαν να πλήξουν αποφασιστικά τη Βουλγαρία και την Τουρκία, και παράλληλα έδιναν σάρκα και οστά στη “Μεγάλη Ιδέα”. Τελικά η Συνδιάσκεψη των Παρισίων δίνει στο Βενιζέλο την εντολή να αποστείλει στρατό στη Σμύρνη, καθώς υπήρχαν πληροφορίες για επικείμενες σφαγές των χριστιανών. Στην πραγματικότητα όμως η απόφαση αυτή υπήρξε απόρροια  των ενδοσυμμαχικών συγκρούσεων παρά απόφαση στήριξης των ελληνικών διεκδικήσεων. Τα πρώτα τμήματα του ελληνικού στρατού, εν μέσω έξαλλων πανηγυρισμών και ενθουσιασμού από τους Έλληνες κατοίκους, αποβιβάζονται στην προκυμαία της Σμύρνης το πρωί της 15ης Μαϊου 1919. Προς στιγμή η “Μεγάλη Ιδέα” φαίνεται να είναι πια πραγματικότητα. Αυτό όμως που πραγματικά ξεκινά είναι μια τρίχρονη περιπέτεια, που έμελλε να σφραγίσει με τον πιο τραγικό τρόπο τη νεότερη ελληνική ιστορία.
Οι επιθετικές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού άρχισαν το Μάρτιο του 1921 προς την κατεύθυνση του Εσκί Σεχίρ, όπου αντιμετώπισαν τη σθεναρή αντίσταση των κεμαλικών δυνάμεων. Παρά τις δυσκολίες με ηρωισμό και πρωτοφανή μαχητικότητα τα ελληνικά στρατεύματα έφτασαν τον Αύγουστο του 1921 μέχρι τον Σαγγάριο Ποταμό. Εκεί καθηλώθηκαν για ένα περίπου έτος δίνοντας το χρονικό περιθώριο στον κεμαλικό στρατό να ανασυνταχθεί. Τον Αύγουστο του 1922 οι αναδιοργανωμένες δυνάμεις του Κεμάλ εξαπολύουν γενική επίθεση, που διέσπασε το ελληνικό μέτωπο και σήμανε την υποχώρηση προς την Προποντίδα και τις δυτικές ακτές χωρίς σχέδιο σύμπτυξης.
Σε διάστημα μόλις 20 ημερών ο ελληνικό στρατός είχε εγκαταλείψει το μικρασιατικό έδαφος, αφήνοντας στο έλεος του τουρκικού στρατού τον μικρασιατικό ελληνισμό. Η επιδίωξη του εθνικού τουρκικού κινήματος, που είχε ξεκινήσει από τις αρχές του 20ου αιώνα, και είχε να κάνει με τον αφανισμό των μειονοτήτων και ιδιαίτερα της πιο ισχυρής εξ’ αυτών- της ελληνικής- ήταν πια μια ζοφερή, αλλά αναπόφευκτη πραγματικότητα.


Η καταστροφή της Σμύρνης

 Στην Αθήνα επικρατεί πλήρης σύγχυση και η κυβέρνηση παραιτείται. Στη Σμύρνη οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές έχουν εγκαταλείψει την πόλη από τις 26 Αυγούστου. Την επόμενη μέρα μπαίνουν στην πόλη οι τουρκικές δυνάμεις και επακολουθεί ένα όργιο σφαγών, λεηλασιών και βιασμών κατά των Χριστανών, Ελλήνων και Αρμενίων, την ώρα που τα πλοία των Αμερικανών, Βρετανών, Γάλλων και Ιταλών, βρίσκονταν αγκυροβολημένα στον κόλπο της Σμύρνης. Σύμφωνα με μαρτυρίες οι Σύμμαχοι, Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Αμερικανοί, παρακολουθούσαν αμέριμνοι από τα πλοία, τραβούσαν φωτογραφίες, ενώ δε δίσταζαν να χτυπούν με κοντάρια τους Έλληνες και τους Αρμένιους, που έφταναν στα υποτιθέμενα “χριστιανικά” πλοία, να τους πετούν βραστό νερό και να τους σπάζουν τα δάχτυλα πετώντας τους ξανά στη θάλασσα.
 Ο εφιάλτης των Ελλήνων και σύσσωμου του χριστιανικού πληθυσμού της Σμύρνης, που ξεκίνησε στις 27 Αυγούστου 1922,  ολοκληρώθηκε το απόγευμα της 31ης Αυγούστου με τον εμπρησμό της. Βάσει τουρκικού σχεδίου η φωτιά ξεκίνησε από την αρμένικη συνοικία και στη συνέχεια επεκτάθηκε και στις ελληνικές συνοικίες, που παραδόθηκαν γρήγορα.  Πολλοί κάτοικοι στην προσπάθειά τους να απομακρυνθούν εμποδίζονταν δυναμικά από τους Τούρκους στρατιώτες.
Οι Αρχές δεν πήραν κανένα μέτρο για την κατάσβεση της φωτιάς. Ήταν φανερή η επιδίωξή τους να καταστραφεί οτιδήποτε μαρτυρούσε τη μακραίωνη ελληνική παρουσία στην περιοχή. Καθώς η φωτιά μαινόταν χιλιάδες κάτοικοι συγκεντρώθηκαν πανικόβλητοι στην προκυμαία προσπαθώντας να εγκαταλείψουν τη Σμύρνη με κάθε μέσο. Συνέπεια αυτής της προσπάθειας ήταν να βρουν τραγικό θάνατο εκατοντάδες άνθρωποι, ενώ τα πληρώματα των ξένων πολεμικών πλοίων παρακολουθούσαν τα όσα εκτυλίσσονταν.
Μέχρι τη 17η Σεπτεμβρίου 1922 όλοι οι χριστιανοί κάτοικοι της Σμύρνης (Έλληνες και Αρμένιοι) είχαν εγκαταλείψει την πόλη, ενώ χιλιάδες Έλληνες είχαν μεταφερθεί στην Ανατολία ως όμηροι. Η εφημερίδα “Ελεύθερο Βήμα” στις 12 Σεπτεμβρίου 1922 αναφέρει χαρακτηριστικά: “Η Σμύρνη ολοκαυτώθη, ο ελληνισμός της εσφάγη. Αι γυναίκες της, αι παρθένοι εγένοντο θύματα αιματηρής ασελγείας. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος εκρεουργήθη αγρίως. Ίσως την στιγμήν αυτήν, δεν υπάρχειν πλέον τίποτα, σε όλη την μικρασιατικήν παραλίαν, που να ενθυμίζει Ελλάδα και Ελληνισμόν. Το όνειρο έσβησε. Και ίχνη Χριστιανισμού  δεν υπάρχουν πλέον καθ' όλην την Ανατολήν”.

Ο Αμερικανός Πρόξενος G. Horton, ο οποίος ήταν από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν την πόλη και από τους ελάχιστους που συμπεριφέρθηκαν ανθρώπινα και με κίνδυνο της ζωής του έσωσε κάποιους Έλληνες, είπε για αυτά που έζησε:
“ Η διχόνοια ανάμεσα στο δυτικό κόσμο ήταν εκείνη που επέτρεψε στους Τούρκους να σαρώσουν το χριστιανικό πολιτισμό από την οθωμανική αυτοκρατορία, να κάψουν τη Σμύρνη και να σφάξουν τους κατοίκους της μπροστά στα μάτια ενός πανίσχυρου στόλου ευρωπαϊκών και αμερικανικών πλοίων. Ένα από τα δυνατότερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου από τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, γιατί ανήκα στο ανθρώπινο γένος”.
Το όνειρο της «Μεγάλης Ιδέας»  κατέληξε σε έναν εφιάλτη χωρίς προηγούμενο για τον Ελληνισμό σε όλη την ιστορική του διαδρομή. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα μείνει απορημένος για το πώς μια μόνο χρονιά ήταν αρκετή για να χαθεί ό,τι οικοδομήθηκε μέσα σε τρεις χιλιετίες.
Ένας συνοπτικός απολογισμός της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι πραγματικά δραματικός και οδυνηρός. Οι απώλειες του στρατού στο διάστημα της εκστρατείας (1919 – 1922) ήταν πολύ βαριές: 19.362 νεκροί στις μάχες και 4.878 από άλλες αιτίες, 18.095 αγνοούμενοι και 48.880 τραυματίες. 1.500.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους και ακολούθησαν το δύσβατο δρόμο της προσφυγιάς. Οι εξοντωθέντες και οι αγνοούμενοι υπολογίζονται σε 500.000. Ο κλήρος διώχθηκε βάναυσα. Από τους 450 κληρικούς της επαρχίας της Σμύρνης οι 347 βρήκαν φρικτό θάνατο. Περίπου 2.500 εκκλησίες και 3.800 σχολεία μετατράπηκαν σε τζαμιά, στάβλους ή ερείπια. Ο εθνικός σκοπός του Κεμάλ Ατατούρκ, που ήταν η εξόντωση ή ο βίαιος επαναπατρισμός των μειονοτήτων, που ζούσαν στη Μικρά Ασία είχε επιτευχθεί με τη «συμβολή» και των μεγάλων μας συμμάχων.

Ο μεγάλος ξεριζωμός

Ο ελληνικός στρατός εκκένωσε τα εδάφη της Μικράς Ασίας ακολουθούμενος από χιλιάδες πρόσφυγες, που άρχισαν να συρρέουν πλέον στην Ελλάδα. Το φθινόπωρο του 1922 είχαν φτάσει στην Ελλάδα περισσότεροι από 900.000 πρόσφυγες, ενώ περίπου 200.000 Έλληνες της Καππαδοκίας, του Πόντου και της νότιας Μικράς Ασίας ήρθαν το 1925 με τη φροντίδα της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής. Ο ακριβής αριθμός των προσφύγων, που συνέρρευσε στην Ελλάδα μέχρι το 1926 δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Χιλιάδες πέθαναν τους πρώτους μήνες της εγκατάστασης, κυρίως από τις επιδημίες τύφου, γρίπης, ελονοσίας και φυματίωσης, καθώς και από τον υποσιτισμό. Η απογραφή του 1928 υπολογίζει το σύνολο των προσφύγων σε 1.221.849.
Οι  πρόσφυγες, οι οποίοι εκτός από την έλλειψη των βασικών και αναγκαίων για την επιβίωσή τους βρίσκονταν σε άθλια ψυχολογική κατάσταση, έχοντας χάσει αγαπημένα πρόσωπα και τα σπίτια τους, διασκορπίστηκαν σε όλη την ελληνική επικράτεια. Οι περισσότεροι από αυτούς στη Μακεδονία και την κεντρική Ελλάδα, εΣτο νησί μας, την Κρήτη, έφτασαν περίπου 33.900 πρόσφυγες.
Στην αρχή το κράτος, το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο  1922 προσπάθησε να  αντιμετωπίσει με τα πενιχρά μέσα που διέθετε τις στοιχειώδεις ανάγκες των προσφύγων. Με τη βοήθεια διεθνών οργανισμών και φιλανθρωπικών οργανώσεων, που δραστηριοποιούνταν στη χώρα, οργανώθηκαν συσσίτια και είδη πρώτης ανάγκης προωθούνταν στους πρόσφυγες. Το Ταμείο Περίθαλψης Προσφύγων, που ιδρύθηκε το  Νοέμβριο του 1922  ανέλαβε το δύσκολο έργο της στέγασής τους με την κατασκευή ξύλινων παραπηγμάτων, την επίταξη ελεύθερων ιδιωτικών χώρων και τη χρησιμοποίηση όλων σχεδόν των δημόσιων κτιρίων. Στα τέλη του 1922 μέσα στις πόλεις και γύρω από αυτές άρχισαν να δημιουργούνται οι πρώτοι κάπως οργανωμένοι οικισμοί.
Τους πρώτους μήνες της παρουσίας τους στην Ελλάδα οι πρόσφυγες ζούσαν με την προσδοκία της επιστροφής στις εστίες τους. Η υπογραφή  όμως της ελληνοτουρκικής σύμβασης στη Λοζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923, που ρύθμιζε την ανταλλαγή των πληθυσμών, τους έκανε να συνειδητοποιήσουν ότι οι προσδοκίες αυτές θα παρέμεναν ένας ευσεβής πόθος. Έπρεπε πλέον να αγωνιστούν για να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής τους και να ενσωματωθούν στη νέα τους πατρίδα.

Τα πρώτα χρόνια οι περισσότεροι πρόσφυγες οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι  μέσα ή κοντά στα αστικά κέντρα δούλευαν περιστασιακά σε εργοστάσια, βιοτεχνίες ή οικοδομές, ως πλανόδιοι μικροπωλητές, μικροκαταστηματάρχες, είτε ως εργάτες στα δημόσια έργα στη πόλη και την ύπαιθρο. Με όπλο τους την εργατικότητα, την οξυδέρκεια, την επιχειρηματικότητα και την έφεση στο εμπόριο και τις επιστήμες δημιούργησαν μια δραστήρια μικροαστική τάξη, που έδωσε πνοή και ώθηση στο παραπαίον ελληνικό κράτος, μέσα από την παρουσία μικρών επιχειρηματιών και επαγγελματιών παραγωγών. Ο προσφυγικός πληθυσμός ζωντάνεψε τις αγροτικές περιοχές, αξιοποιώντας τις εκτάσεις που τους παραχωρήθηκαν από το ελληνικό κράτος με τη χρήση σύγχρονων μηχανημάτων και εργαλείων και την εφαρμογή νέων καλλιεργειών. Ίδρυσαν πολλές βιομηχανίες στις οποίες απορρόφησαν προσφυγικά εργατικά χέρια και υπό την καθοδήγησή τους η ελληνική κλωστοϋφαντουργία έγινε η πρώτη βιομηχανική δραστηριότητα της χώρας μέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο.
Ενώ τα τελευταία ίχνη της κλασικής Ιωνίας εξαφανίστηκαν από την  Ασία η μητέρα πατρίδα υποδεχόμενη πίσω τους απογόνους των πρώτων αποικιστών, έπειτα από 3.000 χρόνια, απέκτησε ένα εύρωστο παραγωγικό δυναμικό, που αναζωογόνησε τη γεωργία και επιπλέον δέχτηκε μια σπουδαία εισροή βιομηχανικών εργατών, που έφεραν μαζί τους τις τέχνες της μεταξουργίας, της ταπητουργίας και της κεραμικής.
Όσο για το ανθρώπινο κόστος αυτού του μεγάλου μεταναστευτικού κύματος, υπολογίζεται περίπου σε 300.000 ζωές, που χάθηκαν από επιδημίες και κακουχίες, ενώ οι υλικές απώλειες ξεπέρασαν τα 100 εκ δολάρια.

Αντί επιλόγου
Η μικρασιατική καταστροφή του 1922 είναι η αφετηρία της νέας ελληνικής ιστορίας.  Υπήρξε η τελευταία φάση του υπερπόντιου Ελληνισμού. Στα ερείπιά της ενταφιάστηκαν οι ιωνικές και ποντιακές αποικίες, οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το μέγα εκπολιτιστικό έργο του Βυζαντίου και η αντίσταση των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας.
Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή που επακολούθησε, ήταν κάτι περισσότερο από μια ελληνοτουρκική υπόθεση. Τούρκοι και Έλληνες έπεσαν στο πεδίο των μαχών, πρωταγωνιστές  σε ένα έργο που τα νήματα κινούνταν από τα διαπλεκόμενα διεθνή συμφέροντα και τον γεωπολιτικό σχεδιασμό των κρατούντων της εποχής. Η Ελλάδα έχασε τη μοναδική ευκαιρία που της δινόταν για να επεκταθεί στον τόσο ζωτικό  για αυτή χώρο της Μικράς Ασίας γιατί πίστεψε, λανθασμένα όπως αποδείχτηκε, ότι χωρίς διπλωματική, πολιτική και στρατιωτική στήριξη από το εξωτερικό θα μπορούσε να επιτύχει το σκοπό της. Υπερεκτίμησε τις δυνάμεις της και αυτό της κόστισε ακριβά. Οι πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων χαρακτηρίστηκαν από ανεδαφικές και κοντόφθαλμες επιλογές και έλλειψη διπλωματίας, που τελικά οδήγησε τη χώρα σε πλήρη απομόνωση, διπλωματική και πολιτική.
Τα οξυμένα πολιτικά πάθη της εποχής δεν άφησαν  περιθώριο στη λογική και το ρεαλισμό να επικρατήσει. Ο εθνικός διχασμός που από το 1915 είχε διαιρέσει τους Έλληνες σε δύο αντιτιθέμενες παρατάξεις, επηρέαζε το στράτευμα και ως εκ τούτου την πορεία των μαχών. Αξιωματικοί έρχονταν και έφευγαν ανάλογα με τη παράταξη που βρισκόταν στην εξουσία και έμπειροι αξιωματικοί διώκονταν. Η διαχρονική «αχίλλειος πτέρνα» της ελληνικής φυλής διευκόλυνε το έργο των Τούρκων αντιπάλων.
Μπορεί η δυσμενής στάση των συμμάχων προς την Ελλάδα μετά τη συνθήκη των Σεβρών το 1920 να έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των Τούρκων, η διχόνοια όμως και τέλμα στο οποίο  είχε περιέλθει η ελληνική πολιτική ζωή σφράγισαν τη Μικρασιατική τραγωδία. Και έδωσαν τη χαριστική βολή σε μια Ελλάδα, που εξαντλημένη από τον αλληλοσπαραγμό οδηγήθηκε στη συντριβή παρά τον ηρωισμό των μαχητών της, και το ανυπολόγιστο έμψυχο και υλικό κόστος, που κλήθηκε να καταβάλει.
Η Μικρασιατική Καταστροφή αποτελεί μια μαύρη σελίδα στην ιστορία του ελληνικού έθνους, αλλά και της ανθρωπότητας. Έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων τόσο για τις απερίγραπτες κτηνωδίες και βαρβαρότητες εναντίον των Ρωμιών της Μικράς Ασίας όσο και για την προκλητική «αυτοχειρία» της Ελλάδας, λόγω του εθνικού διχασμού. Σε κρίσιμες στιγμές εθνικής δοκιμασίας, όπως και η σημερινή, η ιστορική μνήμη είναι πολύτιμη. Για να διδασκόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος και ενωμένοι να παίρνουμε αποφάσεις για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας μας, που ενώ την πονάμε όσο κανείς άλλος, συχνά την πληγώνουμε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο…